- ἠπιοδίνητος
- ἠπῐο-δίνητος [δῑ], ον,A softly-rolling,
βλέφαρα AP5.249
(Paul. Sil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλέφαρα AP5.249
(Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηπιοδίνητος — ἠπιοδίνητος, ον (Α) αυτός που περιστρέφεται ήπια, ήσυχα («ἠπιοδίνητα βλέφαρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + δίνητος (< δινώ), πρβλ. ευ δίνητος, πολυ δίνητος] … Dictionary of Greek
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek
ἠπιοδινήτων — ἠπῑοδινήτων , ἠπιοδίνητος softly rolling masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)